Τυδέος

Τυδέος
Τῡδέος , Τυδεύς
Tydeus
masc gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • AGASTROPUS — Paeonis fil. inter primos Troianourm bellatores, a Diomede vulneratus in coxa mortem obiit. Homer. Il. λ. v. 338. Η῎ τοὶ Τυδέος γἱὸς Α᾿γάςτροφον οὔτατε δουρὶ Παιονίδην ἥρωα κατ᾿ ἰςχίον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκγονος — ο (AM ἔκγονος, ον και ἔκγονος, η, ον) 1. απόγονος 2. ο εγγονός αρχ. 1. ως ουσ. τέκνο, παιδί κάποιου, γιος ή κόρη («Τυδέος ἔκγονός ἐσσι») 2. φρ. α) «ἔκγονοι ἐκγόνων» παιδιά τών παιδιών, εγγόνια β) αυτός που προέρχεται, προκαλείται από κάπου… …   Dictionary of Greek

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”